- υπερδρόμων
- ο, Νναυτ. τύπος μεγάλου δρόμωνα τού οποίου ο μεγάλος ιστός, που μπορεί να φθάνει σε ύψος τα 70 μέτρα, έχει 5 έως 7 σταυρωτές κεραίες και οι άλλοι ιστοί ανάλογο αριθμό κεραιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + δρόμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.